ἀνακλωμένου

ἀνακλωμένου
ἀνακλάω
bend back
pres part mp masc/neut gen sg
ἀνακλάζω
cry aloud
fut part mid masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λάμψη — η (AM λάμψη) [λάμπω] ακτινοβολία τού φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ. β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.) 2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα νεοελλ. (ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης τής επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”